Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀνδρωδῶς — ἀνδρώδης manly adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδρώδης — ἀνδρώδης, ῶδες (Α) 1. ανδρικός, αντρίκιος 2. ανδρείος, γενναίος 3. επίρρ. ἀνδρωδῶς ανδρικά, αντρίκια … Dictionary of Greek